ηχοβολώ

ηχοβολώ
-άω
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι-βολώ, πυρο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • ηχοποντώ — (ποιητ.τ.) εκπέμπω ήχους, ηχοβολώ, αντηχώ («ηχοποντεί στον άπειρο και καθαρόν αέρα», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + ποντώ < πόντος (πρβλ. κατα ποντώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”